ἀπρομήθευτος

ἀπρομήθευτος
ἀπρομήθευτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απρομήθευτος — η, ο (Μ ἀπρομήθευτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει εφοδιαστεί με τις αναγκαίες προμήθειες 2. απροστάτευτος μσν. απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπρομηθεύτως — ἀπρομήθευτος adverbial ἀπρομήθευτος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρομήθευτον — ἀπρομήθευτος masc/fem acc sg ἀπρομήθευτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρομήθευτοι — ἀπρομήθευτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωροαπρομήθευτος — μωροαπρομήθευτος, η, ον (Μ) ελάχιστα προνοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀπρομήθευτος «απερίσκετος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”